συνηχώ

συνηχώ
συνηχῶ, -έω, ΝΑ [ἠχῶ]
ηχώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο ή ηχώ σε συμφωνία ή αρμονία με κάποιον άλλο
αρχ.
1. αντηχώ
2. κάνω κάποιον να αντηχεί
3. μτφ. συμφωνώ με κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνηχώ — συνηχώ, συνήχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνήχεια — ἡ, ΜΑ [συνηχῶ] συριστικός ήχος, σιγμός …   Dictionary of Greek

  • συνήχηση — η / συνήχησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνηχῶ] 1. γραμμ. η τυχαία ή σκόπιμη παράταξη λέξεων με ομόηχες συλλαβές, η παρήχηση, όπως λ.χ. ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος [Αλ. Ραγκαβής] ή τυφλός τά τ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ ὄμματ εἶ [Σοφ.] 2. (κυρίως στην αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”